τετραμεθυλιωμένος

τετραμεθυλιωμένος
-η, -ο, Ν
χημ. α) αυτός στο μόριο τού οποίου έχουν εισαχθεί τέσσερεις ομάδες μεθυλίου
β) (για υδρογονάνθρακα και ιδίως για βενζίνη) αυτός ο οποίος έχει υποστεί μεθυλίωση, δηλαδή στον οποίο έχει εισαχθεί τετραμεθυλιούχος μόλυβδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”